ξένος

ξένος
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitality
a foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26

ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67

ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25

φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)

χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83

τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8

κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,

καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3

πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71

ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78

πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57

πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51

ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118
b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61

τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2

c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48
d generally, friend

ξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4

ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16

Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” (κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξένος — 1 guest friend masc nom sg ξένος 2 guest friend masc nom sg ξένος 2 guest friend masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξένος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον: Κι όταν ακούω ξένο παιδί κοντά, μάνα να λέει, μου σχίζεται η καρδιά μου (Σολωμός). 2. αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα ή προέρχεται από ξένη χώρα: Ξένη εμπορική αποστολή. 3. φιλοξενούμενος: Απόψε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ξένος, Στέφανος — (Σμύρνη 1821 – Αθήνα 1894). Έλληνας συγγραφέας. Αξιωματικός του ιππικού στην αρχή, άρχισε ύστερα από μια σοβαρή ασθένειά του, να ταξιδεύει για αναψυχή στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, όπου το γραφικό περιβάλλον, που ήταν επίσης γεμάτο… …   Dictionary of Greek

  • Κορώνης, Ξένος — (11ος αι.). Βυζαντινός υμνογράφος από την Κορώνη. Διετέλεσε πρωτοψάλτης της Αγίας Σοφίας. Έγραψε εγχειρίδιο μουσικής, στο οποίο πραγματεύεται τους ήχους και τις φθορές της βυζαντινής μουσικής. Συνέθεσε τα ανοιξαντάρια (ύμνοι που ψάλλονται στον… …   Dictionary of Greek

  • ξενώτερον — ξένος 2 guest friend adverbial comp ξένος 2 guest friend masc acc comp sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc comp sg ξένος 2 guest friend masc acc comp sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc comp sg ξένος 2 guest friend adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένω — ξένος 1 guest friend masc nom/voc/acc dual ξένος 1 guest friend masc gen sg (doric aeolic) ξένος 2 guest friend masc/neut nom/voc/acc dual ξένος 2 guest friend masc/neut gen sg (doric aeolic) ξένος 2 guest friend masc/fem/neut nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένον — ξένος 1 guest friend masc acc sg ξένος 2 guest friend masc acc sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc sg ξένος 2 guest friend masc/fem acc sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένως — ξένος 1 guest friend masc acc pl (doric) ξένος 2 guest friend adverbial ξένος 2 guest friend masc acc pl (doric) ξένος 2 guest friend adverbial ξένος 2 guest friend masc/fem acc pl (doric) ξενόω make one s friend and guest imperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενωτέραις — ξένος 2 guest friend fem dat comp pl ξενωτέρᾱͅς , ξένος 2 guest friend fem dat comp pl (attic) ξένος 2 guest friend fem dat comp pl ξενωτέρᾱͅς , ξένος 2 guest friend fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενώτατον — ξένος 2 guest friend masc acc superl sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc superl sg ξένος 2 guest friend masc acc superl sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”